κιναμωμικό οξύ

κιναμωμικό οξύ
Αρωματικό οργανικό οξύ, ο τύπος του οποίου προκύπτει αν στο βενζόλιο αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με την ομάδα -CH=CHCOOH. Η παρουσία του διπλού δεσμού συντελεί στην ύπαρξη δύο ισομερών μορφών, οι οποίες ονομάζονται cis και trans. Το κ.ο. βρίσκεται στη φύση ελεύθερο ή με τη μορφή εστέρα, σε διάφορα βάλσαμα και ρητίνες. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον Μπερτανίνι, το 1856, με τη χρήση βενζαλδεΰδης και ακετυλοχλωριδίου. Αργότερα, ο Πέρκιν αντικατέστησε το ακετυλοχλωρίδιο με οξικό ανυδρίτη και οξικό νάτριο. Το κ.ο. είναι κρυσταλλικό στερεό. Η μορφή trans –που είναι η πιο συνηθισμένη– έχει σημείο τήξης 133°C, ενώ η μορφή cis 58°C. Είναι αδιάλυτο στο ψυχρό νερό, διαλύεται όμως στο ζέον και στους οργανικούς διαλύτες. Είναι γνωστά πολλά άλατα και εστέρες αυτού του οξέος, κατάλληλα για ποικίλες χρήσεις. Το κ.ο., αν και έχει αντισηπτικές ιδιότητες, δεν βρίσκει βιομηχανικές εφαρμογές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”